Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011

λέξεις



Οι λέξεις εδώ και χρόνια παρατημένες.
Σταλαγματιές ήχων που χάθηκαν
πνιγμένες στο θόρυβο που σήκωσε η αμφιβολία.
Την κρατά στα χέρια· την αμφιβολία.
Τη στριφογυρίζει νευρικά. Δακρύζει.
Πώς κύλισαν τόσο γρήγορα τα χρόνια;
Πώς χάθηκαν έτσι ανεπαίσθητα οι στιγμές;

Όλα ένα παιχνίδι.
Στην αρχή.
Ένα παιχνίδι που έπαιξε εκείνη τη μαγική άνοιξη.
Τότε άρχισε να μαζεύει λέξεις.
Λέξεις που ήταν όμορφο να τις ακούει
και να τις επαναλαμβάνει.

Άνοιξε το μπαούλο.
Οι αναμνήσεις ξεπήδησαν
χρωματιστές και ορμητικές.
Οι λέξεις είχαν γίνει πράγματα και
διεκδίκησαν θέση στη ζωή της.


Χάθηκε στο δάσος των λέξεων.
Μάτια παραφύλαγαν ανάμεσα στους θάμνους και
βότανα περίμεναν το χέρι της.
«Οι λέξεις είναι σύμβολα», της είχαν πει.
«Και τα σύμβολα μπορούν να γίνουν πράγματα και
να χάσουν τη σημασία που έχουν».
Σιωπηλά ξόρκια γεννήθηκαν στο ξέφωτο.
Φίλτρα πότισαν τις λέξεις.
Μάγισσες χόρεψαν ανάμεσα σε μανιτάρια
φορτωμένα θάνατο.
Άκουσε το μοναχικό λύκο να ουρλιάζει
στο ολόγιομο φεγγάρι.
Στο ουρλιαχτό του είδε την αμφιβολία.
Γκρίζα με μπλε και κόκκινες κορδέλες ήταν η αμφιβολία.
Μετά απ’ αυτήν δεν μπόρεσε να φτιάξει άλλη λέξη.

Περιπλανιέται μέσα σε ένα σπίτι άδειο από φωνές και
γεμάτο αναμνήσεις.
Δεν ξέρει ποιες αναμνήσεις είναι αληθινές.
Δεν αντέχει άλλο να προσπαθεί να συλλάβει τις λέξεις.
Ούτε να τις συλλαβίσει.

Ανοίγει το παράθυρο.

Δίνει τέλος στην αμφιβολία.